Σήμερα θα σας πώ
μια ίστορια με τους καραόλους. (αληθινή). Μιαν φορά τζιαι ένα τζιαιρό....
Ξυπνά μιαν μέρα
πανικόβλητος ο τζίηρης μου τζιαι αντιλαμβάνεται ότι έβρεξε. Βουρά αμέσως στον ‘
big bro’, φακκά την πόρτα, αλλό λίον να την σύρει κάτω,τζιαι ο big bro πετάσσεται ίσσια πάνω. Ήταν 6 η ώρα, πρίν να
αλλάξει η ώρα κόμα. Νέφκει ο ένας του άλλou με βλέμμα δολοφονικό, κοιτά τον
καλά, κοιτά τον τζιαι ο τζίηρης μου, σιωπούν λιη ώρα, τζιαι τελικά μιλά ο
τζιήρης μου τζιαι λαλεί με μια φωνή βαρετή , ‘πάμε καραόλους’. Στο τσακ μπαμ
εφορήσαν το στρατιωτικό τους το παντελόνι, τα άρβυλα τους, μαυρη φανέλα τζιαι
επίασαν τζιαι το κίνητό τους. Full παραλλαγή να μεν τους πάρουν πρέφα οι
καραόλοι. Φτάνουν στον πιο έρημο τζιαι άβατο βουνό τζιαι ξεκινούν την ανίχνευση.
Αθόρηβοι, προσηλωμένοι τζιαι τζιημησμένοι ψάχνουν σσιηφτοί να έβρουν καραόλους.
Προχωρούν καλά, γεμώνουν με γρήγορο ρυθμό οι σίκλες. Ο big bro αμαν έβρησκε τρεις-τρεις μαζί ελάλεν ‘μα δε τους
τούτους που εκλικκώσαν’ τζαι εσσιέρετουν. Μάλλον εν παρτούζα που εκάμναν αλλά
κρίμας, τωρά έπρεπε να συνεχίσουν μες την σίκλα. Εγεμώσαν τρεις σἰκλες.
Ξυπνώ τζιαι εγώ
τζιαι ο ‘bro 2’ τζιαι εν βρίσκουμε κανένα σπίτι. Ρε
επείαν εκλησσία; Μα εν πολλά πρωί. Ρε επείαν ψάρεμα; Αλλα αφού εν ξερουν να
ψαρεύκουν. Αναστατωμένοι εμεις με πολλά αναπάντητα ερωτήματα έιμασταν σε
ετοίμότητα να ιδοποιήσουμε την αστυνομία σε 24 ώρες. Αστιεύκω φυσικά, επήαμεν
τζαι εξανατζοιμηθήκαμε.
Ακόυμε το
αυτοκίνητο να παρκάρει στο garage. Μετά φωνές,
πανίκος. Εν εξέραμε τι εγίνετουν. Το μόνο που ακούαμε ήταν συνέχεια να φωνάζουν
ελάτε να δείτε. ……,Τζοιμούμαι. Έλα να δείς. Τζοιμούμαι. Εν πολλοί..Θορώ τους
ύστερα. Παμέ τζιαι αντικρίζουμε τούτο το
θέαμα.
Επιαν μας το
παράπονο μετά τζιαι ότι εμας εν μας θέλουν πιον στην οικογένεια. Γιατί να μεν
μας ξυπνήσουν τζιαι εμάς να παμε;;;;;;
Να μεν σας τα
πολυλογώ, εψες μόλις εσχόλασα τζιαι επήα σπίτι, αλλο λίο να σπάσει το ρουθούνι
μου που τες μυρωθκιές των φαγιών. Εδιοργανωσεν ο τζιήρης μου τζιαι η μάνα μου
πάρτυ καραόλου σπίτι μου. Ναι καλά ακούσατε, Παρτυ καραόλων. Τρείς σίκλες. Είσχεν
3 λογιών, στιφάδο, με το ρύζι τζιαι στα κάρβουνα. Εφάμεν για ούλλους σας μεν
αγχόνεστε.
Αιωνία σας η μνήμη καραόλοι!
..Και ζήσαν αυτοί καλά τζιαι εμείς
ακόμα να τους χωνέψουμε.